Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο τη Ελευθερίας Σταυράκη που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Παρουσία MODUS VIVENDI Ελευθερία Σταυράκη κείμενα Τάσος Παπαηλιού ζωγραφική


    

Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο τη Ελευθερίας Σταυράκη
που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Παρουσία

MODUS VIVENDI



Ελευθερία Σταυράκη κείμενα

Τάσος Παπαηλιού ζωγραφική





Modus vivendi



Φοβάμαι, θα χάσω το κεφάλι μου,

του είπε· κι έγειρε στον ώμο του.

Ήταν η πρωταγωνίστρια,

κι αυτός ένας αδύναμος φτωχός παλιάτσος·

που την ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά,

όπως ήταν

ψηλή, αέρινη, πηγή τροφής θεϊκής

και απόλαυσης, με τους ωραίους τρόπους της,

το βλέμμα της

να διεισδύει μέσα του, να ψηλαφίζει

και να θεραπεύει

ό,τι δεν μπορούσε να της συγχωρήσει,

ό,τι θαύμαζε σε κείνη και φοβόταν.



Έκτοτε, κυοφορούν οι δυο το άλλο τους μισό.

Αγέννητοι.

Μοιράζονται την τέλεια ισορροπία·

εκείνος απρόθυμος να συνεχίσει μόνος,

εκείνη απρόθυμη να ξαναζήσει τέτοιο φόβο·

μέχρι εκείνος να σπάσει τα δεσμά του σώματός της,

μέχρι εκείνη να μάθει να στηρίζει το κεφάλι της·

να μην την έχει ανάγκη,

να μην τον έχει ανάγκη.



Ως τότε – αναπάντεχα- παντοτινά μαζί.

Όσοι τους βλέπουν συμφωνούν

πως μοιάζουν όμορφο ζευγάρι.



Επιφυλακή




Ένα σμήνος μελισσών κατέφθασε απρόσμενα στην πόλη μας. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι παρόμοιο· στους δρόμους, τα μπαλκόνια, ξυστά στους τοίχους των πολυκατοικιών πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε πολυδαίδαλα οικοδομικά τετράγωνα. Έχουνε χάσει, λέει, το δρόμο τους και πρέπει να βουίζουν αδιάκοπα, για να μη χαθούν.

Τη μέρα κρύβονται σε διαδρόμους και γραφεία, σχολεία, οικοδομές ή κάτω από τις σκιερές στέγες. Το βράδυ εφορμούν. Εδώ δεν έχει δέντρα, μυρωδιές, λουλούδια να κρυφτείς· τρυπώνουνε απ’ τα παράθυρα, ρουφάνε το νέκταρ των ανυποψίαστων ανθρώπων την πιο αθώα στιγμή του ύπνου τους.

Τα τσιμπήματα αποδεικνύονται επώδυνα, συχνά ολέθρια και σε κάποιες περιπτώσεις θανατηφόρα. Πολλοί συνάνθρωποί μας χάνουν το δρόμο για τη δουλειά ή το σπίτι τους, γίνονται ασυνεπείς πρώτη φορά στη ζωή τους, έτσι χωρίς λόγο· χαμογελούν χωρίς να ξέρουν το γιατί, χωρίζουν τους συντρόφους τους και σμίγουν με αγνώστους - δίχως καμία λογική, δίχως ενοχή ή φόβο.

Όσοι παραμένουν υγιείς ξεσηκώνονται εναντίον των εντόμων. Εδώ δεν έχει δέντρα να κρυφτείς, νερό να πέσεις, λένε, έχει όμως τοίχους και παράθυρα και πόρτες ασφαλείας. Οι υγιείς σφραγίζουν τις εξόδους, σχηματίζουν σμήνος πανίσχυρο, παρατάσσονται σε θέση μάχης, βουίζουν έξαλλοι. Πρέπει να βουίζουν αδιάκοπα, για να μη χαθούν.



Όλοι βρίσκονται σε επιφυλακή.



Η βαλίτσα




Μάζεψε στις αποσκευές του ό,τι πολυτιμότερο είχε, μία γλάστρα γέρικη που κόντευε να ξεραθεί, μία παρτίδα σκάκι στημένη στη μέση μιας φιλίας που βρήκε άδοξο τέλος – αλλά φιλοδοξούσε πάντοτε να την τελειώσει - ένα βιβλίο που μάσαγε τα λόγια του ακόμη, το ξεχνούσε το βαριόταν, το μισούσε, το ξανάπιανε, λυπότανε να το αφήσει πίσω, ένα φρούτο για το δρόμο, μία πέτρα της αυλής -έσπαγε το κεφάλι του μ’ αυτή μικρός τις Κυριακές να βρίσκει τρόπους να μην πεθάνει από ανία- πήρε κι ένα ξεφούσκωτο μπαλόνι που άναβε τις νύχτες, για να μη φοβάται. Μέτρησε τα υπάρχοντά του, ανάμεσά τους καταχώνιασε σκέψεις παυσίπονες, φόβους χρήσιμους για το ταξίδι, συνήθειες για να στολίσει τους άδειους τοίχους των πρώτων ημερών με οικειότητα.

Η βαλίτσα του έγινε ασήκωτη. Όπως συνήθως. Έπρεπε κάτι να πετάξει, κάτι να πεθάνει, να τελειώσει, κάτι απ’ όλα ή όλα. Ή να αναβάλει, πάλι, το ταξίδι.



Το παράπονο του μαντολίνου




Δεν ήταν όμορφη πολύ, είχε όμως χείλη παχουλά και κόκκινα, ζωγραφισμένα σε λευκή επιδερμίδα. Της άρεσε η μουσική, το θέατρο και το σκυλάκι της, που το ‘παιρνε τις Κυριακές μαζί στη βόλτα, αφότου έχασε τον άντρα της. Όταν πέταξε τα μαύρα, θυμήθηκε τα ρούχα που φορούσε νέα: όμορφα, πολύχρωμα και με καπέλο ασορτί. 

Μετά, φύτεψε στο αδειανό συζυγικό κρεβάτι ένα μαντολίνο. Της χάριζε τα βράδια το μακρόσυρτο χαδιάρικο παράπονό του που γινότανε τρεχαλητό μέσα στη μαύρη νύχτα, βαρύ λαχάνιασμα, μετά κραυγή που ξέσχιζε τους τοίχους τού σπιτιού και στοίχειωνε τα όνειρα των γυναικών της γειτονιάς.

Καμιά τους δεν τολμούσε να παραδοθεί στον ύπνο· είχε γίνει και δικό τους το παράπονο του μαντολίνου. Περίμεναν να το ακούσουν, περίμεναν να νιώσουνε τα βήματά του το ξημέρωμα να ρίχνουν τη σκιά τους στο μαντρότοιχο, καθώς χανόταν στη γωνία τυλιγμένο σ’ ένα βαρύ μαύρο παλτό, ίσιωνε τα μαλλιά του, έριχνε ένα βλέμμα τελευταίο στη βεράντα της και πήγαινε στο σπίτι να την ονειρευτεί.

Όλο το χειμώνα οι γειτόνισσες κοιμόντουσαν με το  ‘να μάτι ανοιχτό· περίμεναν το μαντολίνο να επιστρέψει νύχτα, να παίξει το σκοπό του γι’ άλλη μια φορά. Όλη τη μέρα αγωνιούσαν. Οποιαδήποτε αλλαγή στο πρόγραμμα του μαντολίνου ήταν παραπάνω από βέβαιο πως θα βύθιζε ξανά τη γειτονιά στο πένθος.   



Το θαύμα




Δέθηκαν στο βράχο·

περίμεναν μαζί το μαύρο

να ’ρθει από τη μεριά της θάλασσας.

Έκλεισαν τα μάτια και περίμεναν·

πισθάγκωνα δεμένες στα σιδερένια τείχη

της ελπίδας.

Όσο το μαύρο σηκωνόταν κύμα,

άνθιζε ο ήλιος στεφάνι στα μαλλιά τους,

ζωγράφιζαν τη θάλασσα με μπούκλες χρυσαφιού.



Η μέρα φύτρωνε μέσα τους·

πότιζαν, κλάδευαν,

το φως της μεταφύτευαν,

το μοίραζαν αντίδωρο.



Όταν η θάλασσα τις αγάπησε,

ήρθε στα πόδια τους

να την ταΐσουν.



Ο βράχος κατέγραψε

το άγγιγμά τους

στη σκληρή του όψη,

ζωντάνεψε,

ταξίδεψε·

τότε

τις είπανε νεράιδες,

αγίες και παρθένες,

μα δεν ήτανε·

απλές γυναίκες ήτανε

που ζούσανε την κάθε μέρα,

μέρα με την ημέρα.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου