Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

"Σώμα" νουβέλα του Αχιλλέα Κυριακίδη εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-soma-3


Σώμα

νουβέλα

του Αχιλλέα Κυριακίδη

εκδόσεις Πατάκη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-soma-3





τά δ’ ἂλλα συγχεῖ πάνθ’ ὁ παγκρατής χρόνος·

φθίνει μέν ἰσχύς γῆς, φθίνει δε σώματος,

θνῂσκει δέ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπιστία.



(Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ)



Σκέφτομαι τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους διαβάζεται η καινούργια νουβέλα του Αχιλλέα Κυριακίδη. Κι έπειτα εκτιμώντας το μέγεθος του κειμένου (η ιστορία εκτείνεται σε μόλις σαράντα τρεις σελίδες) σκέφτομαι την αξία της γραφής, στη σύντομη, περιεκτική εκδοχή της, ιδίως όταν αναμετράται με ένα θέμα τουλάχιστον πρωτότυπο, αν όχι ιδιαίτερο και μοναδικό στον τρόπο της προσέγγισής του από τον συγγραφέα. Από τον τρόπο της εξιστόρησης πηγάζει και η δυνατότητα της πολλαπλής ανάγνωσης.

Μπορεί κανείς να ξεκινήσει από το παράθεμα στην προμετωπίδα του βιβλίου, τα λόγια που εκστομίζει ο Οιδίποδας, στο βαθύ πλέον γήρας, ανήμπορος και με τη βαρύτατη ενοχή που (αναίτιος αυτός, θύμα της Μοίρας) πρέπει να φέρει μέσα του, ως να λυτρωθεί με τον θαυμαστό τρόπο που επέλεξε γι’ αυτόν ο Σοφοκλής. Η μνεία του παντοδύναμου χρόνου, που επιβάλλει τη φθοροποιό δράση του πάνω στους ανθρώπους αδιακρίτως, επιβεβαιώνοντας τη θνητή τους υπόσταση. Δραματικά ηχεί δίπλα στον λόγο του μυθικού ταλανισμένου πλάσματος η κραυγή του σύγχρονου πάσχοντος Πόσο δεν θέλω να πεθάνω (Νίκος Καρούζος), επίσης επιλεγμένη προλογικά από τον Κυριακίδη εν είδει καθοδηγητικού νήματος προς απρόσκοπτη ανάγνωση. Όπως ξετυλίγεται η αφήγηση της ιστορίας, της προσωπικής ταλαιπωρίας του ήρωα με το σπάνιο όνομα του οσιομάρτυρος (ελάσσονος και περιθωριακού στο εορτολόγιο) Μαρτινιανού, νιώθεις συχνά να επανέρχονται τα παραπάνω λόγια του ανθρώπου που αγωνιά για την εξέλιξη της σωματικής του υγείας, περισσότερο όμως πάσχει κραυγάζοντας την απάτη μέσα στην  οποία πορεύτηκε σε όλη τη ζωή του (Το σώμα, αγαπητέ μου. Πόσο αδικήθηκε από τις ιδέες!) εκθειάζοντας την ψυχή του, που ποτέ δεν αντίκρισε, το πνεύμα του που τώρα παραδίδεται αμαχητί χωρίς στο ελάχιστο να μπορεί να δώσει αρωγή στο σώμα που φθίνει ανυπεράσπιστο. Κι όμως αυτό ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα.

[…] η πιο χρωματιστή ταινία που είδα ποτέ είναι ο ασπρόμαυρος Καθρέφτης, εγώ όμως είμαι της Θυσίας, εγώ είμαι εκείνου του θανάτου που αναβάλλεται, που ακυρώνεται γιατί ο αφέτης έσφαλε τον πυροβολισμό, εγώ είμαι εκείνης της ζωής που επιμένει, πείσμων, τούτο το σώμα θέλω να περάσει άβροχο την ερυθρά του θάλασσα, να φτάσει απέναντι με όλες τις μνήμες του άτρωτες. Το σώμα μου.

Τι θα θυμάται όταν ξεχάσω;

Το σώμα και η μνήμη του. Όταν χάνεται η επαφή με την πραγματικότητα, όταν το πνεύμα ασθενεί, το σώμα διατηρεί την αυτονομία να θυμάται. Η παντοδύναμη αφή ίσως αναδεικνύεται τότε σε κυρίαρχη αίσθηση που συγκρατεί ζωντανή τη σχέση του σώματος με  αυτόν τον κόσμο. Απαλλαγμένο το σώμα από τις έμμονες ιδέες, τις οποίες αδυνατεί πλέον ο νους να παραγάγει (οι εμμονές είναι η εκδίκηση του  νου όταν το σώμα θέλει και μπορεί μονάχο του), αφήνεται στη μνημονική ιχνηλασία των στιγμών που έγραψαν πάνω του. Αυτή η μνήμη δεν σβήνει, ακριβώς γιατί στην αποτύπωσή της δεν πήρε μέρος η νοητική διεργασία του μυαλού. Αλλά και η γεύση του παγωτού της παιδικής παρηγοριάς μετά την εγχείρηση αλλά και η όσφρηση, που αποτύπωσε τη μυρωδιά των σελίδων εκείνου του πρώτου Κλασσικού Εικονογραφημένου (Οι άθλιοι του Victor Hugo, 1951).

Δεν ήταν η πρώτη του χειρουργική επέμβαση. Έξι χρονών, αμυγδαλές, έφαγε τα περισσότερα παγωτά που θυμάται να ’χει φάει μέσα σε πέντε μέρες, και διάβασε το πρώτο Κλασσικό Εικονογραφημένο που η μυρωδιά του έμελλε να τον συνοδεύει σε κάθε διαφυγή του από λογής υπόνομους, στο θάνατο κάθε Φαντίνας – η μυρωδιά, και η εικόνα ενός καπέλου που επέπλεε στο ποτάμι, σηματοδοτώντας τον αμετάκλητο πνιγμό του Κακού.

Η μία ανάγνωση της ιστορίας αφορά την πορεία του ήρωα στη ζωή, με γνώμονα τα σημαδιακά πάθη του σώματος, αυτά που τον οδήγησαν μέσα σε νοσοκομεία, σε εντατικές, με σωληνάκια που τον κρατήσανε ζωντανό, με τα μικρόβια να υπονομεύουν και να σπαταλούν άσκοπα τη ζωή του, με τη σοβαρότερη απειλή όλων να δρομολογεί το τέλος της. Υποχωρούν εδώ όλα τα επιτεύγματα του νου, οι πνευματικές αναζητήσεις, η σωτηρία της ψυχής, μπροστά στο σώμα που διεκδικεί την προσοχή που δικαιωματικά του ανήκει ως μόνης πραγματικά αντιληπτής οντότητας, απολύτως αληθινής και όταν σφύζει από ζωή αλλά και όταν καταρρακωμένο παραδίδεται στα χέρια της επιστήμης. Κοιτάζοντας στο εξώφυλλο του βιβλίου το αδειανό καπέλο να αιωρείται σε ανύπαρκτο χώρο, δεν μπορείς να αποφύγεις τη σκέψη: τι απομένει όταν το σώμα φεύγει, εγκαταλείπει τον αγώνα  της ζωής; Το ορατό της ύπαρξης, μόνον το σώμα είναι δηλωτικό της παρουσίας. Αλλιώς άδειες καρέκλες, κενά αντικείμενα, που μόνο υπενθυμίζουν τη ζωή που κυκλοφορούσε δίπλα μας.

Σε παραλληλισμό με αυτό το δίπολο πνεύμα (ψυχή) – σώμα θα επινοηθεί ένα άλλο: νόημα – γλώσσα. Ένα περίεργο στην άρθρωσή του ιδίωμα θα ηχήσει δίπλα στον ήρωα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Δεν είναι μόνον που αδυνατεί να κατανοήσει τη γλώσσα αυτή, είναι και το πρωτόγνωρο του ακούσματός της, κάτι σαν βρυχηθμός ζώου εν οδύνη. Έτσι αρχίζει μια διαφορετική ανάγνωση του βιβλίου. Είναι το σώμα που κυριαρχεί στην αντιπαράθεση με την ψυχή; Ίσως τότε και η μορφή της γλώσσας υπερισχύει του νοήματος που αυτή εμπεριέχει; Ο ήρωας έχει ιδιαίτερη εμμονή με τη φόρμα, τον τρόπο που επινοήθηκε (ως μέγιστη σύμβαση πολιτισμού) χάριν της επικοινωνίας και διαμόρφωσε τις γλώσσες του κόσμου. Δεν του αρκεί να δεχθεί ότι αυτό που άκουσε είναι μια κάποια γλώσσα (ίσως χαμένη πλέον ως λεκτικός κώδικας), επιθυμεί να μάθει το όνομά της, το «σώμα» που περικλείει τα νοήματα που αυτή εκφράζει. Αν χαθεί το σώμα, τότε χάνεται και η επικοινωνία, δεν υπάρχει πλέον κανένας απολύτως λόγος να επινοηθεί κώδικας. Η συν-εν-νόηση  καταργείται αυτομάτως. 

[…] αυτό ακριβώς είναι ο θάνατος: η αδυναμία επικοινωνίας και συνεννόησης με τους άλλους.

Η σημασία της μοναδικής λέξης, στην κατάλληλη θέση, με τη σωστή σειρά που οδηγεί στο νόημα. Η λέξη είναι η σημαντική. Το σημαίνον. Αυτό οδηγεί στο σημαινόμενο. Κι έρχεται εδώ αρωγός η ποίηση, το ελάχιστο του λόγου (καθόλου τυχαία βέβαια τη βρίσκουμε στη γραφή του Κυριακίδη, μεγάλου μάστορα και λάτρη της μικρής φόρμας) για να δώσει την ερμηνεία σε όλο αυτό το λεκτικό «παιχνίδι». Οι στίχοι του Σεφέρη:

[…] δανειζόταν ένα στίχο του Σεφέρη […] για να υποστηρίξει την άποψή του ότι η ποιητικότητα μπορεί να αναβλύσει ακόμα και από τις πιο ακριβόλογες εναποθέσεις σ’ ένα ποίημα μιας εικόνας ή μιας σκέψης.[…] Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα; / Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά / κι ακόμη μια φορά / η άκρη του φτερού ενός γλάρου. «Προσέξτε τον τελευταίο στίχο: όχι ένας γλάρος, όχι το φτερό ενός γλάρου, αλλά η άκρη του φτερού ενός γλάρου.! Κάτι τέτοιοι στίχοι» κατέληγε, «προσδίδουν μιαν απατηλή ευταξία στο ωραίο ποιητικό χάος!»

Κι όμως, η γλώσσα η παράξενη που άκουσε δεν ήταν παρά σπαράγματα, μικροί μεταθανάτιοι ρόγχοι […] ρήματα με κοινό τους μόρφημα το σώμα, σύνθετα ρήματα που όμως εξέφραζαν το απλό, το στοιχειώδες, λέξεις μιας γλώσσας αποθέωσης του … ουσιαστικού […] υποταγμένης στο σώμα, στις καθαρά βιολογικές συνιστώσες, πιστῆς τῇ τῶν πραγμάτων φύσει[…]. Μια γλώσσα που ομνύει στο σώμα και υπηρετεί μόνο τις ανάγκες του (διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο).


Η νουβέλα αυτή, μικρή ως προς το σώμα της (τη μορφή της)  έρχεται να καταθέσει τον φόρο τιμής που αναλογεί στο Σώμα. Γιατί εδώ ο πρωταγωνιστής/ήρωας είναι αυτό το ταλαιπωρημένο, φοβισμένο, ασθενές και αγωνιωδώς κραυγάζον σώμα, που μέσα του φέρει το πνεύμα, τη σκέψη του ήρωα, ωστόσο είναι αυτό που τον καθοδηγεί, που απαιτεί, που διαμορφώνει με τις ορέξεις του τη διάθεση, την πνευματική κατάσταση και την ψυχική υγεία του ανθρώπου που υπεραίρεται για όλα τα άλλα του γνωρίσματα πλην του σώματος. Επιστρέφω σε μια ακόμα ρήση που εισαγωγικά παρατίθεται στο βιβλίο, και που τώρα, μετά την ανάγνωση, αποκτά όλο της το νόημα:

Η ψυχή έχει σώμα;

(Ζαν Λικ Γκοντάρ και Φιλίπ Σολέρς)

Φυσικά το μέγιστο της σημασίας εντοπίζεται στο ερωτηματικό, που θέτει εν απορία δημιουργική όλη την ιστορία. Μπορεί να έχει υπόσταση σωματική κάτι που παραμένει σε χώρο απρόσιτο για τις αισθήσεις μας; Κι αν αυτό ισχύει, τότε γιατί να μην έχει και το σώμα ψυχή; Οι ιστορίες του Αχιλλέα Κυριακίδη είθισται να αφήνουν μια ερώτηση (εμφανώς ή όχι) στο τέλος τους, ένα παράθυρο ανοιχτό για τον αναγνώστη. Πολύ περισσότερο αναμενόμενα τα ερωτήματα σ’ αυτή τη  νουβέλα, που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως δοκιμιακός στοχασμός με μυθοπλαστικό τρόπο.



Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου