Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Ύβρις
της Ντούμπραβκα Λάλιτς

(μετάφραση: Ναντίτσα Μιχαΐλοβιτς)
από τις εκδόσεις Θίνες





[…]πού είναι η πατρίδα μου; Και τι ακριβώς είναι η πατρίδα; Το μέρος της καταγωγής σου με το οποίο δένεσαι με τις βαθύτερες αναμνήσεις; Ή μήπως μπορεί να είναι κάθε τόπος που νοιώθεις αποδεκτός και ασφαλής;

Αυτό θα μπορούσε να είναι το κεντρικό ερώτημα που θέτουν όλοι οι ήρωες του βιβλίου, καθώς έχει ο καθένας από αυτούς βρεθεί μακριά από την αρχική του πατρίδα – γενέτειρα, κάποτε από επιλογή και κάποτε από ανάγκη (που υπαγορεύει με τη σειρά της μια  ιδιόμορφη επιλογή) αναζητώντας πρόσκαιρη -και συν τω χρόνω αναπόφευκτα μόνιμη- εγκατάσταση σε ξένο τόπο. Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που ανατέμνει (μέσα από τις προσωπικές ιστορίες που συναντώνται σε σημεία τομής) το διαχρονικό (και σήμερα πάλι επίκαιρο) θέμα της προσφυγιάς – μετανάστευσης ως κυρίαρχο για την προσωπική  ζωή των ηρώων και τις μεταβολές που αυτοί υφίστανται.
Επειδή ένα ερώτημα, όπως αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω στο απόσπασμα του βιβλίου, δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί μονοσήμαντα με απόλυτο τρόπο, που αναμφίβολα θα υποκρύπτει προσωπικές ιδεοληψίες, η συγγραφέας αφήνει τα πρόσωπα να μιλήσουν  μόνα τους, δημιουργώντας έτσι (με την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η λογοτεχνία) μέσα από την εναλλαγή των αφηγητών μια εικόνα όσο γίνεται πλήρη.
Η Γιέλενα από το Σαράγιεβο είναι το πρόσωπο – σημείο αναφοράς των υπολοίπων, γύρω από το οποίο θα δομηθούν οι σχέσεις οι προσωπικές και θα διαγραφούν οι καταστάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους. Βρέθηκε στην Αθήνα, το 1991,  με την ιδιότητα της ανέμελης τουρίστριας (αφού, όπως λέει:

Τα νιάτα αγνοούσαν εκείνη την παράξενη ατμόσφαιρα.

Ήταν πολύ νέα για να εννοήσει πώς είχαν τα πράγματα σε μια μεταβαλλόμενη πατρίδα, για να αντιληφθεί ότι έχει στην ουσία εκδιωχθεί και έχει πλέον την ταυτότητα του πρόσφυγα. Όλα καινούργια, άγνωστα, ξένα της φαίνονταν, σε ένα τοπίο που η θέση της δεν ήταν διακριτή:

Ένοιωθα ακριβώς σαν τον ήρωα ενός βιβλίου που τον εξαπάτησαν και τον τοποθέτησαν σε βιβλίο άλλου είδους.

Η Αζαντέχ από την  Τεχεράνη είναι το πρόσωπο που θα θέσει σε δοκιμασία τις προκαταλήψεις της Γιέλενα:

Μόνο εσύ μου έλειπες τώρα· ομολογώ ότι σκέφθηκα, την στιγμή που γνωριστήκαμε κι όταν άκουσα από πού κατάγεται. Ο πόλεμος στη Βοσνία κορυφωνόταν, άκουγα φρικιαστικές ιστορίες για τους μουτζαχεντίν, τους φανατικούς από τις αραβικές χώρες. Όταν μου είπε: «Είμαι Περσίδα, από την Τεχεράνη», έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Αλλά ευτυχώς, έδωσα μια ευκαιρία στη φιλία μας. Αν είχα κάνει διαφορετικά, δεν θα γνώριζα ποτέ τι φίλη έχασα. Γνωρίζει ο άνθρωπος πόση ευτυχία στερεί από τον εαυτόν του, εξαιτίας της προκατάληψης και του μίσους;

Η Μπέριλ, Αγγλίδα, και η Φλορ, Ολλανδέζα, δύο στενές φίλες της Γιέλενα:

το τρίδυμο που είχε ραντεβού κάθε Παρασκευή για να παραπονιέται με τις δυσκολίες και ταυτόχρονα να γελά με αυτές

Η Φλορ γύρισε στην Ολλανδία, η Μπέριλ μετά από δέκα χρόνια διαμονής στην Αθήνα κατάφερε να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και μόρφωση.
Η Άλεξ, η πιο ηλικιωμένη φίλη της Γιέλενα, στα εβδομήντα της κάνει τον απολογισμό της ζωής της. Είναι αυτή που περισσότερο από όλους καταλαβαίνει τη Γιέλενα. Ο δικός της τόπος αφανίστηκε, τότε στη μικρασιατική καταστροφή. Έχει κρατήσει το κλειδί του σπιτιού της (όπως είχε κάνει και η μητέρα της) με την πεποίθηση ότι κάποτε θα γυρίσει πίσω, κι ας ξέρει ότι και το σπίτι και η πόλη όπως τη θυμάται δεν υπάρχει πια. Νιώθει να τη συνδέει με τη Γιέλενα ένας αόρατος δεσμός που φέρνει την κοινή μοίρα των προσφύγων από όπου κι αν προέρχεται ο καθένας. Η ίδια γεννήθηκε το 1914, τότε που ένας πυροβολισμός στο Σεράγιεβο, την πόλη στην οποία χρόνια πολλά αργότερα θα γεννηθεί η Γιέλενα, καθόρισε τη ζωή της ως το 1922 με την καταστροφή. Πώς να συμφιλιωθεί με την ιδέα του πλήρους αφανισμού ενός κόσμου που ήταν τόσο όμορφος και φάνταζε αιώνιος;
Η ψυχολογία του πρόσφυγα δεν γνωρίζει τόπο καταγωγής. Σκιρτά η ψυχή του κάθε που συναντά τον όμοιό του. Όπου κι αν τον βρει το κακό έχει την αίσθηση ότι ο άλλος συμπάσχει, μια που βρέθηκε στην ίδια μοίρα, σε μια ξένη νέα πατρίδα. Και η αρχική του πατρίδα; Η γενέτειρά του; Ποια εικόνα δική της διατηρείται ακόμα μέσα του; Η Γιέλενα με τα χρόνια θα λησμονήσει αυτόν τον γενέθλιο τόπο. Το μίσος που κατατρώει την ψυχή της την απομακρύνει απ’ αυτόν. Αποκόπτει τους δεσμούς με ό,τι έχει συνδέσει με αδικία, πόλεμο, βία και στέρηση:

Εγώ δεν μπορώ να είμαι στο Σαράγιεβο και να μη μισώ. […] Για μένα αυτή η πόλη δεν υπάρχει πια. Τη μισώ!

Ο τίτλος του μυθιστορήματος, Ύβρις, μας παραπέμπει στην επινόηση αυτή του αρχαίου κόσμου, που τοποθετούσε τους θεούς πάνω από τον άνθρωπο, και πάνω από το άνισο αυτό σχήμα την παντοδύναμη Μοίρα. Κατά την ακολουθία αυτή και κατά την επιταγή του μοιραίου και αναπόδραστου, ο άνθρωπος διέπραττε την Ύβριν, όταν -σε μια ψευδαίσθηση μεγαλείου και αυτοδυναμίας- θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο της καθορισμένης τάξης, ανατρέποντας έτσι με τη θρασύτητά του την επιβεβλημένη αρμονία του κόσμου. Αυτό οδηγούσε στη θεϊκή επέμβαση, προκειμένου να αποκατασταθεί η διασαλευθείσα τάξη. Ο θεός έστελνε την Άτην, τη συσκότιση του νου, ώστε ο άνθρωπος υβριστής να μην μπορεί να ξεφύγει από την αίσθηση της παντοδυναμίας του κι έτσι να συνεχίσει να ξεπερνά τα όρια. Τότε ερχόταν η Νέμεσις, η θεία δικαιοσύνη, για να ακολουθήσει η επιβεβλημένη από αυτήν Τίσις, η τιμωρία και η αποκαθήλωση του ανθρώπου από το ύψος που τοποθέτησε ο ίδιος τον εαυτό του.
Η κεντρική ηρωίδα, η Γιέλενα, μέσα από την προσωπική της αναμέτρηση με την ασθένεια, που θα απειλήσει τη ζωή της και θα της ανατρέψει τη φαινομενική  ισορροπία της στη νέα πατρίδα, θα αντιληφθεί την ουσία του παραπάνω ιδεατού σχήματος. Θα ανατρέξει τη ζωή της, τις απώλειές της και τους φόβους της, θα ανακατατάξει τα δεδομένα της. Έτσι όπως το παντοδύναμο φάρμακο θα τρέχει στις φλέβες της σκοτώνοντας τα καρκινικά κύτταρα που απειλούν τη ζωή της, όπως οι ακτινοβολίες θα ολοκληρώνουν το έργο της ίασης, εκείνη θα ταξιδεύει στις αυταπάτες της και θα ανακαλύπτει αλήθειες πικρές.

Κι έτσι αλαζονικά χωρίς να το πολυσκεφθώ, χάνοντας τον αυτοέλεγχό μου, αφέθηκα εξ ολοκλήρου στο χάος των συναισθημάτων μου καθώς ήμουν σίγουρη ότι τα διαφεντεύω.

Διαβάζοντας το βιβλίο της Ντούμπραβκα Λάλιτς και σκεπτόμενη την έννοια της Ύβρεως, όπως την τοποθετεί (ως κεντρική ιδέα) στη βάση της πλοκής, αναρωτιέμαι αν τα όρια της έννοιας αυτής αγγίζουν τον σημερινό κόσμο, που αλλιώς σχηματίζει στον νου του το εξουσιαστικό σχήμα που υπερβαίνει την ανθρώπινη βούληση. Η Μοίρα είναι άραγε στην κορυφή αυτού του πλέγματος, έτοιμη να διαφεντεύσει τη ζωή; Ο Θεός, υποτάσσεται και αυτός στην εξουσία της; Έχουν διαφοροποιηθεί τα μεγέθη αυτά και αναλόγως και η οπτική του ανθρώπου απέναντί τους. Η Ύβρις, επομένως, ποιες διαστάσεις μπορεί να πάρει σήμερα; Είναι εδώ που η εξαιρετική επινόηση της εικονογράφησης του εξωφύλλου (από τη Μελισσάνθη Σαλίμπα) συναντά τα ερωτήματα αυτά, με την πτητική αυτή μηχανή που είτε σαν πουλί είτε σαν κατασκευή ανθρώπινη μπορεί να σε εκτινάξει στα ύψη.
Τι ακριβώς εννοεί η ηρωίδα όταν νιώθει ότι βίωσε την Ύβριν;

[…]ξεπέρασα τα επιτρεπόμενα όρια. Τα όρια που μας καθόρισε ο Θεός, η Φύση ή κάποια ανώτερη Δύναμη.

Η αποκοπή από το παρελθόν, την πατρίδα, η αυτονόμηση του ανθρώπου από όσα τον καθόρισαν αρχικά, συνιστά μια μορφή αυθαιρεσίας δικής του απέναντι στις σταθερές αυτού του κόσμου; Και αν έτσι έχουν τα πράγματα, ποιο  ρόλο διαδραματίζει η Τίσις, και κυρίως ποια η πηγή της, ποια ηθική δικαίωση μπορεί να έχει και από πού αντλεί τις αρχές της η σημερινή Νέμεσις, ώστε να δικαιολογείται και να επιβραβεύεται ηθικά η επιλογή της; Εν τέλει, αποκαθίσταται η διασαλευθείσα τάξη του κόσμου;

Πιστεύω ότι, αν καταφέρνει ένα βιβλίο να ωθήσει τον αναγνώστη σε προβληματισμό, να δημιουργήσει αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο με τον συγγραφέα, στα σημεία  που συναντιέται η ταύτιση απόψεων μεταξύ τους, αλλά κυρίως σ’ εκείνα τα σημεία που εγείρεται μια αμφισβήτηση του αναγνώστη για την ορθότητα μιας συγγραφικής επιλογής, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα βιβλίο που φθάνει στον στόχο του. Κινητοποιεί τη σκέψη, δημιουργεί γύρω από την επιλογή του συγγραφέα ομόκεντρους κύκλους διαφορετικών εκτιμήσεων, καταξιώνει ένα από τα ζητούμενα της λογοτεχνίας: τον ενεργό αναγνώστη.


Η συγγραφέας έθεσε την έννοια της Ύβρεως στον τίτλο του βιβλίου της, καθοδηγώντας έτσι τον αναγνώστη και προϊδεάζοντάς τον για την εξέλιξη της ιστορίας. Ακόμη θα μπορούσαμε να πούμε -χρησιμοποιώντας πάλι όρο από τα αρχαία θεατρικά δρώμενα- ότι με αυτόν τον τίτλο προοικονομεί και την πλοκή στο πιο κομβικό της σημείο. Ωστόσο, σε μια δεύτερη ανάγνωση, πέρα από το θέμα αυτό της ανθρώπινης υπέρβασης, θα βλέπαμε θεματικά να αναδεικνύεται στις σελίδες του βιβλίου το (τεράστιο στις διαστάσεις του και φυσικά διαχρονικά επανερχόμενο) μοτίβο της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, θέμα ικανό από μόνο του να στηρίξει μια εκτενή μυθοπλασία. Το ζητούμενο είναι να αντιληφθούμε αν τα δύο αυτά θέματα μπορούν να συμπλεύσουν και να συνεκτιμηθούν στα πλαίσια μιας αξιόλογης γραφής.
Πόση αυθαιρεσία ζωής μπορούμε αλήθεια να χρεώσουμε στον διωκόμενο από την πατρίδα του άνθρωπο, που συνήθως καταφεύγει όπου μπορεί να νιώσει, έστω και λίγο, αποδεκτός; Αν αυτός κατακτώντας, μέσα από πολλές αντιξοότητες που αντιμετωπίζει στη νέα «πατρίδα», το δικαίωμα να την προσφωνεί πατρίδα και να τη βλέπει ως χώρο δόμησης μιας νέας ζωής, μπορεί να θεωρηθεί  κάτω από κάποια έννοια αρνητής των καταβολών του; Ίσως δεχθούμε αυτή την εκδοχή, αν εστιάσουμε στην αποστροφή απέναντι στην αρχική πατρίδα, που η συγγραφέας χρεώνει στην ηρωίδα της. Τη φέρνει -με το δικαίωμα που της δίνει η μυθοπλασία (που αγαπά την υπερβολή ως μέσο κατανόησης συνθηκών)- στα άκρα μιας συμπεριφοράς. Και ίσως έτσι είναι και κατανοητή αυτή η αρχικά θεωρούμενη αυθαιρεσία  (της συγγραφέως πια) να χρησιμοποιήσει την Ύβριν στη μικρότερη κλίμακα από αυτή  που της αναλογεί, ως αποδεκτή έννοια απολύτως συνδεδεμένη με έναν κόσμο άλλων διαστάσεων. Τελειώνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης αποκομίζει την αίσθηση ότι οι ήρωες (όχι μόνον η κεντρική ηρωίδα, η Γιέλενα, αλλά όλοι) είναι θύματα καταστάσεων που ξεπερνούν τη βούλησή τους, είναι άθυρμα στα χέρια και στις επιλογές τρίτων ισχυρών προσώπων και μηχανισμών. Μπορεί να ξεπερνούν κάποια όρια μέσα στην απόγνωσή τους ή στην απροθυμία των άλλων να κατανοήσουν τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής τους. Έρχεται κάποια στιγμή που, μέσα από κάποια προβλήματα, καθοριστικά για τη ζωή τους την ίδια (όπως μια σοβαρή ασθένεια), ξαναπιάνουν το νήμα που τους συνδέει με το παρελθόν τους και με τις καταβολές τους. Ίσως εκεί εστιάζεται και η σύνδεση με όλο αυτό το πανάρχαιο σχήμα, που η συγγραφέας χρησιμοποίησε στην πλοκή της ιστορίας της. Άλλωστε, ως λογοτεχνική περσόνα δική της μπορεί να λειτουργεί η Γιέλενα, η οποία μέσα από τη βίωση της αυτοδυναμίας και έπειτα της συντριβής κατόρθωσε να κερδίσει όχι μόνο μια νέα ευκαιρία ζωής αλλά και την ουσία της συγγραφής, κατανοώντας τι ακριβώς σημαίνει καταγραφή σκέψεων:

Γράφω σημαίνει θυμάμαι. Σημαίνει ότι εισχωρώ σιγά – σιγά στο σκοτεινό βυθό της ανάμνησης. Εκεί που το σκούρο μπλε χρώμα μετατρέπεται ανεπαίσθητα σε μαύρο. Γράφω σημαίνει αποκαλύπτω τα βάθη.

Σ’ αυτά τα βάθη ανακαλύπτει κανείς τα όριά του, πέρα από υπερβάσεις και ψευδαισθήσεις. Ανακαλύπτει τον εαυτό του. Η Ύβρις της Ντούμπραβκα Λάλιτς είναι ένα μυθιστόρημα που με τη μία ή την άλλη ανάγνωση προσφέρει ένα κομμάτι ειλικρινούς θέασης του εσώτερου εαυτού. Και αυτό δεν είναι καθόλου ασήμαντο.

Διώνη Δημητριάδου

 (σε πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/yvris/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου