Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Ο αλλόκοτος αλλά παραδόξως προσιτός κόσμος

της Χλόης Κουτσουμπέλη

διαβάζοντας την ποιητική συλλογή 

«οι ομοτράπεζοι της άλλης γης»

εκδόσεις Γαβριηλίδης




[…]είχα ήδη μεγαλώσει και εγκατασταθεί στο τωρινό μου σπίτι, το πιο αλλόκοτο, το πιο αφύσικο, το πιο απρόβλεπτο από όλα, την ποίηση.

Είναι η ποίηση απρόβλεπτη, αλλόκοτη, αφύσικη; Αν αυτές οι λέξεις ακούγονται προκλητικές, ας σκεφθούμε αν θα συμβιβαζόμαστε με τις αντίθετές τους: προβλέψιμη, κοινότοπη και φυσιολογική. Μα, σ’ αυτήν την περίπτωση μάλλον το ποιητικό αποτέλεσμα δεν θα μας αφορούσε.
Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη ξέρει να αιφνιδιάζει. Ξέρει να προκαλεί με την εικονοπλασία της. Πάνω απ’ όλα ξέρει να προσεγγίζει τον εσώτερο κόσμο του αναγνώστη της και να τον παίρνει μαζί της στη δική της αισθητική και ηθική της ποιητικής της άποψης.
Το βιβλίο της Χλόης, αν και ποιητικό, διαβάζεται σαν ένα αφήγημα με την απόλυτη συνέχεια που απαιτεί ο πεζός λόγος. Με την απαίτηση της μέθεξης όμως προς τον  αναγνώστη της. Η ποίηση αυτή δεν είναι για εύκολες αναγνώσεις. Και για όποιον θελήσει να εισχωρήσει στα δικά της μονοπάτια, η επιστροφή σε ανώδυνες γραφές δεν υπάρχει.

[…]

Αυτό είναι το νυχτερινό τρένο.
Κανείς δεν είδε ποτέ τον οδηγό του.
Όμως εδώ και χρόνια μάτια μου
Δεν υπάρχει άλλο όχημα για μας.

Ανάμεσα στις δύο συλλογές που συναποτελούν τους «ομοτράπεζους της άλλης γης», τα «Γυάλινα σπίτια» και το «Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;», υπάρχει μυστική δίοδος, για όποιον πατήσει σωστά πάνω στα σημάδια τους. Η απώλεια με το βάρος της χαράσσει βαθιά τους στίχους της πρώτης συλλογής και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το βιωματικό τους περιεχόμενο. Έχει τον τρόπο να πει τα πράγματα ακριβώς όπως είναι, με μια πιστότητα εικόνων και αισθήσεων, κι όμως τη βλέπουμε καθαρά τη μεταμφίεσή τους, απαραίτητη στον ποιητικό λόγο, που έτσι λειτουργεί η κατάθεσή του διαχρονικά.

Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της.
Και από πού και ως πού ακούει σ’ αυτό το όνομα;
Έβαλε το σώμα της ασπίδα απέναντι στα βέλη και στα ακόντια του εχθρού;
Έγινε η μάνα και ο πατέρας του, όταν αυτοί τον εγκατέλειψαν;
Ή έφυγε από το σπίτι στα δεκαοκτώ και τον άφησε κι αυτή;
Καλύτερα να την ονομάσετε Άννα ή Μαρία.
Και ετοιμάστε τις πρέπουσες τιμές για τον νεκρό.

Ντύνει τον κόσμο με τη δική της αισθητική αλλά και ηθική κατορθώνοντας έτσι να μας προσκαλεί μέσα στο φαινομενικά παράδοξο τοπίο. Να μπούμε και να το θεωρήσουμε οικείο. Σαν να μπήκαμε στο σπίτι μας. Τα λόγια της είναι αυτά που (κι αν ποτέ δεν τα αρθρώσαμε) θα θέλαμε να τα έχουμε πει. Τα πρόσωπα που φέρνει μπροστά μας είναι τα δικά μας πρόσωπα, οι δικές μας απώλειες.
Η φωνή της, αναγνωρίσιμη, μοιάζει να συναντά άλλους ποιητές, σαν να αποτελεί τον κρίκο σ’ αυτή την αλυσίδα που επιμένει να μιλά για όλα τα δυσερμήνευτα του κόσμου τούτου, κι ας μην μπορεί να δώσει τελικές απαντήσεις.

[…]
Τι σφίγγεις λοιπόν;
Τι είναι αυτό που μόνον εσύ κατέχεις;
Ποιο αρχαίο μυστικό εκτυλίσσεται
μέσα στο κορμί;
Σε ποιο μυστήριο οδηγούμαι
χωρίς μάτια;
Σφίγγα το ξέρω τώρα.
Αυτό που εσύ ζητάς
είναι το μόνο που έχω.

θα δούμε στην ποίηση της Χλόης, κι εδώ, κοντά δέκα χρόνια πριν, μια τελευταία στροφή από το ποίημα του Τάσου Γαλάτη «Τα γερατειά» (Συλλογή «Ο σημειωμένος», εκδόσεις «τυπωθήτω») σαν να ανοίγει διάλογο μαζί της:

[…]
Δεν είναι λίγο να συναντήσεις το μυστικό της φύτρας σου
κι εγώ το άγγιξα το μυστικό
το άκουσα να πάλλεται στο αίμα μου
κι ίσως μόνο γι’ αυτό
αξίζει να με συντροφέψουν στο στερνό ταξίδι μου
του Κολωνού τ’ αηδόνια.

Τα μυστικά περάσματα από την άγνοια στη γνώση, η σοφία συντροφευμένη πια με την οδύνη, αλλά και η συναίσθηση ότι αυτή η απόλυτη πλέον προσέγγιση, του ασαφούς μέχρι πρότινος, αξίζει περισσότερο από όλη την ήρεμη και βολεμένη απόσταση από την αλήθεια. Κυρίως αν έχει όλη αυτή η πορεία αγγίξει τα όρια της αισθητικής απόλαυσης. Σκληρό; Οπωσδήποτε. Αλλά πώς αλλιώς να μιλήσεις για μεγέθη που υπερβαίνουν το ανθρώπινο ύψος;

Εμένα ούτε οι νεκροί μου δεν είναι όπως των άλλων.
Δεν αφήνουν κενές μποτίλιες έξω από την πόρτα
ούτε εφημερίδες με αγγελία θανάτου
δεν δίνουν παραγγελιά σε ξενυχτάδικα
δεν φορούν μυτερά λουστρίνια
ούτε λευκά πουκάμισα ανοιχτά στο στήθος
δεν εμφανίζονται ξαφνικά στην πολυθρόνα στο σαλόνι μου
ούτε σε όνειρα με ταχυδακτυλουργούς και χαρτορίχτρες.

Οι δικοί μου νεκροί κάθονται
μπροστά σ' ένα τεράστιο πληκτρολόγιο
και στέλνουν μηνύματα στο σύμπαν.
Κάποια στιγμή μια μαύρη γάτα
βουτάει τα πέλματα της στο σκοτάδι.
Ανασηκώνονται τότε τα γυαλιά στην μύτη.
Θροΐζει ο αέρας στις βελανιδιές.
Φύλλα πέφτουν επάνω μου καθώς
τρέχω μόνη μες στο πάρκο.

Όχι, ούτε οι νεκροί μου εμένα δεν είναι όπως των άλλων.
Στρόβιλος είναι,
φύλλα ξερά
κάτω από το άδειο παπούτσι της νύχτας.

Και σκέφτομαι αν ήταν χρώμα αυτό το ποίημα τι θα ήταν; Θα είχε κάτι από το σκούρο πράσινο των φύλλων, εκεί κοντά στο μούχρωμα, να σκιάζει πάνω στο χώμα τον βαθύ του ήχο, να αντιφέγγει πάνω του όλο το μαύρο και το γκρίζο που σέρνουνε τα σύννεφα λίγο προτού να αποσυρθούν. Έτσι θα το ζωγραφίζαμε αφήνοντας στην άκρη τις λέξεις και τον πόνο τους. Γιατί τα χρώματα τη βάφουνε καλύτερα τη βιωμένη θλίψη. Κι έπειτα θα αφουγκραζόμασταν τα ηχοσήματα που στέλνουν εκείνοι που σχολαστικά πληκτρολογούν μηνύματα από έναν κόσμο σιωπηλό, μήπως πιο πολύ (κι από τις λέξεις και τα χρώματα ακόμη) φανεί μια αλήθεια ασήμαντη, μα απόλυτη, λυτρωτική: καθένας μας με τους δικούς του που αναχώρησαν κάνει παιχνίδι, γιατί με τη φυγή τους άλλαξαν μορφή, και πια μας μοιάζουν τόσο.


Στη δεύτερη συλλογή, «Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς», έχουμε ανοίξει την αυλαία κι έχουμε εισχωρήσει στον ιδιαίτερο κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη. Νιώθεις να συμμετέχεις σ’ αυτό το σκηνικό που φτιάχτηκε θαρρείς από ταινίες του Φελλίνι ή από σελίδες μυθιστορημάτων ή και τα δύο απολύτως συνταιριασμένα μεταξύ τους. Κι εσύ; Έχεις ήδη μπει μαζί με τα πρόσωπα στον μέσα χώρο αυτής της ποίησης και δεν παρακολουθείς μόνο αλλά και συμμετέχεις. Κι όμως, τα ίχνη δείχνουν πως ομαλά πέρασες από τα πρώτα ποιήματα  των «Γυάλινων σπιτιών» σ’ αυτά τα θεατρικά στημένα με περισσή τέχνη.

Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι, που όλο έπλεε προς τα πίσω κι όταν τελικά φθάσαμε στην καινούργια γη, ανάλαφρος αέρας ανασήκωσε τα κολλαριστά μας φορέματα, τι είναι εδώ ρώτησε η Αδελαΐδα, χωρίς μνήμη φουρφούρισε η Ελισάβετ, μήπως χρειάζεστε μία ομπρέλα, ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ και ύστερα όλα τελείωσαν, γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς, ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας, όπως τα φτερά πεταλούδας ή ένα αλογάκι της θάλασσας και ένας ναύτης είπε είναι η αγάπη κι ένας άλλος είπε όχι, μπαίνουμε απλώς σε άλλο αιώνα.

Διαβάζω και σταματώ εδώ αδυνατώντας να πάω παραπέρα.  Γιατί εδώ δεν είναι η αθωότητα του ζυμαρένιου Χανς αλλά η αυθεντική και ανομολόγητη αθωότητα του ποιήματος, ικανή να ξεχρεώσει αναρίθμητες εικόνες σφάλματος προσωπικού μα και συλλογικού. Και λέω πως, αν αυτό μπορεί να το κάνει η ποίηση, έστω με αυτό το ελάχιστο εδώ, δεν είμαστε εντελώς χαμένοι.

Στην οικογένεια μου είμαστε όλοι πορτρέτα.
Ζούμε γαντζωμένοι από καρφιά.
Με πρόσωπα χλωμά και μάτια μαύρα
μαλλιά σε κότσο και παλαιομοδίτικα φουστάνια
σακάκια που μυρίζουν πράσινο σαπούνι.
Καθώς είμαστε κρεμασμένοι σε τοίχους
που χρειάζονται σοβάτισμα,
έξαφνα κάποιος ερωτεύεται
η κορνίζα του ραγίζει
και κυλάει στο πάτωμα.
Στον τοίχο εμφανίζεται τετράγωνος
ο λεκές της απουσίας.
Ύστερα από λίγο κάποιοι τον ανασύρουν
τον αποκαθιστούν στην αρχική του θέση.
Μόνο τα μάτια του για λίγο αλλάζουν χρώμα.
Μπορεί όμως να ’ναι κι απ’ την υγρασία

Ίσως για τη βίωση της απώλειας τα σκηνικά να είναι απαραίτητα, όπως στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, που ξέρεις ότι όλο αυτό είναι στημένο και ψεύτικο, και όμως κλαις. Τη θλίψη την υποδυόμαστε, κατάσαρκα ντυνόμαστε το ρούχο της και με την αμφίεση αυτή πορευόμαστε. Κι εδώ, στην ποίηση, όλα τα βλέπεις, αρκεί να ανασηκώσεις λίγο την κουρτίνα που επιμελώς τα σκεπάζει.
Γι’ αυτό πιστεύω πως η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι απολύτως προσιτή παρά τις μεταμφιέσεις της. Κάτω από κάθε μάσκα που βάζει στα πρόσωπα και στα πράγματα ανακαλύπτεις τον εαυτό σου. Όχι τις ιδέες σου, όπως σε άλλους ποιητές, μα το ίδιο σου το πρόσωπο. Και αυτό δεν είναι σύνηθες στον κόσμο της ποίησης. Τελικά αυτή η ποιήτρια είναι δική μας.

Μια μνεία να γίνει και για την εικονογράφηση του βιβλίου. Το εξώφυλλο και δύο φωτογραφίες στην είσοδο της κάθε μιας από τις συλλογές (όλες της Μαρίας Κοσσυφίδου), με το ασπρόμαυρο λιτό τους σώμα. Υπέροχη υπογράμμιση του ποιητικού κόσμου των σκιών, των απόντων, του κενού χώρου που αφήνουν οι αναχωρήσεις. Του κόσμου δηλαδή της εκλεκτής ποιήτριας, που μοιάζει η εναλλαγή του άσπρου με το μαύρο να τον χρωματίζει ιδανικά.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/oi-omotrapezoi-tis-allis-gis/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου